- οὗν
- ἐ̄ν , ἐνinproclitic indeclform (prep)ἐ̄ν , εἰςintodoric aeolic (proclitic indeclform prep)ὗν , ὗςthe wild swinemasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οὖν — certainly indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουν — oὖν (ΑΜ, Α ιων. και δωρ. τ. ὦν) (βεβαιωτικό μόριο το οποίο δεν τίθεται ποτέ στην αρχή πρότασης) 1. βεβαίως, πράγματι, αληθώς («εἰ δ οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῑ... ζῶντα», Αισχύλ.) 2. (για συνέχιση λόγου, διήγησης) τότε λοιπόν, έπειτα, ύστερα… … Dictionary of Greek
.ουν — ἐν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἐν , εἰς into doric aeolic (proclitic indeclform prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.οῦν — ἐ̄ν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἐ̄ν , εἰς into doric aeolic (proclitic indeclform prep) ὗν , ὗς the wild swine masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.ούν — ἔν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἕν , εἷς sem neut nom/voc/acc sg ἔν , εἰμί sum imperf ind act 3rd pl (epic) ὄν , εἰμί sum pres part act masc voc sg ὄν , εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc sg ἔν , εἰς into doric aeolic (proclitic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑν — ἐν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἐν , εἰς into doric aeolic (proclitic indeclform prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ου μεν ουν — οὐ μὲν οὖν (ΑΜ, Α και οὐμενοῡν) (εισάγει αρνητική έκφραση σε αποκρίσεις, καθώς και για αντιλογία ή διόρθωση φράσης που προελέχθη ή εισήγησης) βεβαίως όχι, βεβαίως δεν, λοιπόν όχι αρχ. οὐμενοῡν... γε όμως όχι τουλάχιστον, όμως όχι λοιπόν,… … Dictionary of Greek
ου γαρ ουν — οὐ γὰρ οὖν (Α) (χρησιμοποιείται ως απόκριση σε αρνητική πρόταση) βεβαίως όχι … Dictionary of Greek
‘Υννις ἐξέπεσε, βελόνη δ’ οὖν ἐγένετο. — См. Променять шило на свайку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λαγόπους — ουν και λαγώπους, ουν (Α λαγώπους, ουν) 1. λαγοπόδαρος, αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τού λαγού 2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λαγόπους ή λαγώπους γένος ορνιθόμορφων πτηνών τής οικογένειας φασιανίδες, τού οποίου στην Ελλάδα ζουν δύο είδη κοινώς… … Dictionary of Greek